ἀνιμάμενον — ἀνιμά̱μενον , ἀνιμάω draw up pres part mp masc acc sg (doric aeolic) ἀνιμά̱μενον , ἀνιμάω draw up pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνιμά̱μενον , ἀνιμάω draw up pres part mp masc acc sg (doric aeolic) ἀνιμά̱μενον , ἀνιμάω draw up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιμάμενοι — ἀνιμά̱μενοι , ἀνιμάω draw up pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) ἀνιμά̱μενοι , ἀνιμάω draw up pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιμάτω — ἀνιμά̱τω , ἀνιμάω draw up pres imperat act 3rd sg ἀνιμά̱τω , ἀνιμάω draw up pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιμᾶν — ἀνιμάω draw up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀνιμάω draw up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνιμάω draw up pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀνιμᾶ̱ν , ἀνιμάω draw up pres inf act (epic doric) ἀνιμάω draw up pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
ανιμάτο — (animato). Μουσικός όρος που συνοδεύει πολλές φορές τον όρο αλέγκρο (γρήγορα) και σημαίνει τη ζωηράδα που οφείλει να έχει ο ρυθμός. Λέγεται και κον άνιμα (con anima) … Dictionary of Greek
Περίκολι, Νικολό — (Pericoli, 1500 1550). Ιταλός γλύπτης, γνωστός και με την επωνυμία Τρίμπολο. Έζησε βασικά στη Φλωρεντία όπου και εργάστηκε για την αισθητική διαρύθμιση του κήπου Μπόμπολι. Έργα του υπάρχουν, εκτός από τη Φλωρεντία, στη Ρώμη και στη Μπολόνια. Από… … Dictionary of Greek